Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Ένας θλιμμένος Κύκλωπας (δολοφονώντας το πνεύμα των γιορτών)



Πίσω από τις πλάτες των επιβατών βλέπω το μάτι του. Υγρό και διεσταλμένο, έχει καρφωθεί σ’ ένα σημείο του βρώμικου διαδρόμου. Καιροφυλακτώ, παρατηρώντας την ολόμαυρη κόρη, τα υγρά του αμφιβληστροειδούς, το πυκνό φρύδι. Λίγο πριν ανοίξουν οι πόρτες, πετάγομαι, το ξεκαρφώνω και το χώνω βαθιά στην τσέπη μου. Χάνομαι στους διαδρόμους, προτού προλάβει να με κυνηγήσει. Έχουν κλείσει οι πόρτες κι εγώ ανεβαίνω, πιο ήσυχη, τις κυλιόμενες, αλλά το μάτι αρχίζει να στροβιλίζεται δαιμονισμένα μέσα στο ρούχο. Κυλάνε τα υγρά του και νοτίζουν το δέρμα μου, σαν αποκολλημένο έμβρυο το φέρω. Δεν τολμώ να το ακουμπήσω. Κι εκείνο με δαγκώνει και φυτρώνει αγκάθια, βγάζει άναρθρες μικρές κραυγές σαν επιληπτικό φεγγάρι – όλοι γυρίζουν και με κοιτάνε, κι εγώ πανικόβλητη τρέχω προς την έξοδο. Πριν φτάσω, σε μια αιφνίδια στιγμή, σκίζει το ύφασμα και πετιέται. Κυλάει στις σκάλες πίσω, ξωπίσω του κι εγώ ασθμαίνοντας. Όταν φτάνω πια στην αποβάθρα, μόλις έχει περάσει ο συρμός. Μετέωρη και ηττημένη, σκύβω το κεφάλι: ήθελα μόνο να του καθαρίσω τη θλίψη.
Υ.Γ. Τον ξαναείδα προχθές, Κύκλωπα πλέον, να παίζει με το ακορντεόν του τα κάλαντα.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

ΑΡΧΑΙΑ ΣΚΟΥΡΙΑ



"Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου ήμουν μ’ ένα ασήκωτο κενό πως έχω γεράσει. Οι άλλοι που θα έρθουν μετά από μας θα φτιάζουν μικρούς μύθους κι εύκολους. Οι μικροπωλητές θα πουλούν κονκάρδες μ’ επαναστάτες κι οι ανθοπώλες γαρίφαλα, οι μουσικοί θα φτιάζουν τραγούδια κι οι Νεολαίες των κομμάτων θα μιλούν μ’ αισιοδοξία εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης. Όλα για τρεις μέρες, μετά η επέτειος τέλειωσε. Κι αφού θα έχει μείνει για πολλούς μήνες το Πολυτεχνείο υποβολιμαίο, μετά που θα έρθει η Δημοκρατία οι κομματικοί λοιπόν ορφανοτρόφοι θα το περιθάλψουν, ώσπου σιγά σιγά θα το κάμουν λιτανεία. Αυτά. Κατεβαίνει ύστερα η γραμμή της αθανασίας. Ήταν ο Λαμπράκης ζει, έγινε ο Σωτήρης ζει. Αύριο θα ζει το Πολυτεχνείο, η χαμένη εξέγερση."
ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

περί... που έτσι γράφεται το μέλλον μας


Αυτοί παιδί μου δεν
δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους
όλο δεν και δεν και δέν-τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους
δεν χάιδεψαν σκυλί γατί πουλάκι πληγωμένο
γυναίκα άσχημη και στερημένη
αυτοί παιδί μου δεν
δεν δίνουν τ' Αγγέλου τους νερό
δεν άκουσαν ποτέ
ανάκουστο κιλαϊδισμό και λιποθυμισμένο
δεν έπιασαν με τα ρουθούνια τους
το άοσμο άνθος του θανάτου
δεν είδαν-κατάργησαν τα μάτια τους-
μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα
αυτοί παιδί μου δεν
δεν ξέρουν δεν αγαπούν
ξέρουνε μόνο ν' απαιτούν
περισσότεραπερισσότεραπερισσότερα περί...
που έτσι γράφεται το μέλλον μας. 

Άψινθος  Μιχάλης Γκανάς

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

μ' ένα φωσάκι ταπεινό μέσα στο πηχτό σκότος

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,
μα πρύμα πλώρα μόνη εσύ πατάς στοχαστικά,
κρατώντας στα χεράκια σου τον λύχνο του Αλαδίνου.

                                                             Ν.Καββαδίας

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Χειρόγραφα του Φθινοπώρου

Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου:

έζησε στα σύνορα

μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για

πράγματα μακρινά

που είδε κάποτε σ' ένα αβέβαιο όνειρο.


Τάσος Λειβαδίτης, Ψήγματα

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Ξεκουκίζοντας το θέρος


Πάνω στην αμμουδιά ξεγυμνώνεται η φτιαξιά του καθενός. Όλοι, καίτοι ενοικιαστές, φέρονται ως εγκάτοικοι της αιωνιότητας. Ξανθιές που αφρίζουν, μελαχρινοί με ρακέτες, παιδιά με σωσίβια, μεσόκοποι που τρίβουν αυτάρεσκα τις κοιλιές, παρέες που χαριεντίζονται και φωνασκούν. Σχέδια για τα επόμενα καλοκαίρια. Ενώ εκείνος ο υπερήλικας με την πυκνή άσπρη κόμη διαβάζει ήσυχα το βιβλίο του δίπλα σ’ ένα άδειο κάθισμα. Μετά από ώρα, μαζεύει την πετσέτα του, διπλώνει τις δύο καρέκλες και κουτσαίνοντας ελαφρά απομακρύνεται. Πηγαίνει προς το θεόκλειστο διώροφο σπίτι, εκεί όπου το μοναδικό ξεμαντάλωτο παράθυρο κρύβει πίσω από βαριά κουρτίνα την πεθαμένη σύζυγό του. Το τραπέζι είναι στρωμένο με δυο σερβίτσια, αυτός γεμίζει τα πιάτα με τους φρέσκους αχινούς και αφαιρώντας, ένα ένα, τα αγκάθια τους, ανοίγει το καύκαλο και της προσφέρει με τρυφερότητα να γευθεί. Όπως ποτέ δεν έκανε όσο εκείνη ζούσε. Έπειτα γεμίζει τα ποτήρια τους με το δηλητήριο που έχυναν στην κοινή τους ζωή – μπρούσκο, σαν κρασί παλιό – και πίνουν. Στο τέλος του καλοκαιριού, αφού αφήσει μια χαραμάδα στην κουρτίνα – για ν’ αγναντεύει εκείνη τη θάλασσα – κλειδώνει το σπίτι. Ξεκρεμάει από το μπαλκόνι τη σκουριασμένη ταμπέλα «Ενοικιάζονται επιπλωμένα διαμερίσματα Διάρκεια άνω του έτους» και μπαίνει στο αυτοκίνητο.
Υ.Γ. “I focus on the fate, the only fate that’s real” (παρ-ακούγοντας J.C.)

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

"Μια μέρα, πάρα πολύ ζεστή, στ[α τέλη] Ιουλίου,

ένας νέος βγήκε το βράδυ απ' το δωματιάκι που είχε νοικιασμένο στο στενό δρομάκι Στολιάρνη, κατέβηκε τη σκάλα και, αργά αργά, τράβηξε αναποφάσιστα κατά τη γέφυρα Κακούσκιν. [.....]
Στο δρόμο έκανε ζέστη τρομερή και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνιχτική. Ο σαματάς από το συνωστισμό των ανθρώπων - τους έβλεπες - οι ασβέστες που υπήρχαν παντού, οι σκαλωσιές, τα τούβλα, η σκόνη κι εκείνη η χαρακτηριστική μπόχα του καλοκαιριού, που την ξέρουν καλά οι κάτοικοι της Πετρούπολης, όσοι δεν έχουν τα μέσα να πάνε το καλοκαίρι εξοχή - όλες αυτές οι δυνατές εντυπώσειςκλόνισαν άσχημα τα νεύρα του που, και δίχως αυτές, ήταν κιόλας αρκετά κλονισμένα."

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Μίλτος Σαχτούρης "Φρέκεν Τζούλι"

Έρχεται έρημος με φωτιά ο Ιούλιος
να κάψει τις μοναχικές ψυχές μέσα στην πόλη
όλοι οι δολοφόνοι φύγαν για τις εξοχές
έμειναν τα ποδήλατα οι ψύλλοι και οι σκύλοι
έμεινε η νονά μου
έμειναν τα ψωριάρικα ρολόγια τα βρώμικα ποτήρια
τα τέρατα

εγώ με το αόρατο δροσερό ραβδί μου
ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ με το τριαντάφυλλο

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

εκείνη η ρωγμή που κουβαλούσε

EL HOMBRE SOLO


Το ήξερε πως θα συμβεί μια μέρα
εκείνη η ρωγμή που κουβαλούσε
-πληγή που έβραζε, σιωπή που αιμορραγούσε-
θα τον θρυμμάτιζε για πάντα πέρα ως πέρα

Τίναξε από πάνω του τη σκόνη
κι αμίλητος προχώρησε στο αγιάζι
τον βρίζαν τα παιδιά πίσω απ' το Γκάζι
και κάποιος του 'ριξε νερό απ' το μπαλκόνι

Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα
να χάνεται στης νύχτας τον πυθμένα
σαν κάποιος που ποτέ του δεν υπήρξε
αυτός που τόσο αγάπησε τον κόσμο

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

ΜΝΗΜΗ: κουρελάκια

Το δωμάτιο έχει γεμίσει αράχνες, μόλις ξεκλειδώνεις την πόρτα σε πνίγει η οσμή της εγκατάλειψης. Ανοίγεις την ντουλάπα - ακόμα αλουστράριστο το ξύλο της - οι κρεμάστρες είναι γεμάτες ρούχα παλιά, αφόρετα για χρόνια αμέτρητα. Αράχνες έχουν στήσει τους ιστούς τους σε όλες τις γωνιές. Μεριάζεις τα άλλα και ανασύρεις το βαθυκύανο φόρεμα, εκείνο με τη δαντέλα και τον ταφτά. Χώνεις τα δάχτυλα στις τρύπες, τρίβονται οι κλωστές και οι ραφές χάσκουν - ο σκόρος ροκάνισε αλύπητα το ύφασμα.
Υ.Γ. Το είχε φορέσει στους αρραβώνες της, χάρισμα από μια θεία γεροντοκόρη. Ψευτοδαντέλα ήταν, από το κατάστημα Νεωτερισμών του αδερφού της στη Σπάρτη - γεροντοπαλίκαρο κι αυτός. Ένα δαιδαλώδες σκοτεινό κατάστημα, γεμάτο τόπια υφάσματα, δεύτερης ποιότητας τα πιο πολλά.

Patti Smith - Tarkovsky

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Ψιχουλάκι (VIII)

Έκλεισε πίσω του την πόρτα. Κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε χωρίς να βιάζεται. Κοντοστάθηκε μπροστά στη βυσσινί πολυθρόνα που είχε βγάλει χθες βράδυ στο πεζοδρόμιο. Κανείς ακόμα δεν είχε ανάγκη το τρυφερό βελούδο της, αφού ήταν ακόμα εκεί, άθικτη κι ακίνητη. Πάνω της, ένα σπουργίτι κάτι τσιμπολογούσε, τόσο μικρό πάνω στο βαθύ κάθισμα. Απόδιωξε μνήμες κι εικόνες και τάχυνε το βήμα, χωρίς να στρέψει πίσω το κεφάλι. Ξαναπέρασε μετά από καιρό. Η πολυθρόνα ήταν εκεί. Αλλά γεμάτη σακούλες με σκουπίδια, δαρμένη από τις εαρινές καταιγίδες, βρώμικη και αξιοθρήνητη. I am a passenger

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Αυτοί που φτάνουν ως τον γκρεμό και ξαναγυρίζουν

Άντρας μεσόκοπος। Ψηλός και όμορφος। Ολόμαλλο παλτό, γυαλισμένα παπούτσια, δερμάτινη τσάντα, ατσαλάκωτος, περιποιημένος। Όμως, έτσι όπως κάθεται, σταυρώνει τα χέρια του με ένταση, τα κρατάει σφιχτά ώρα πολλή, πετάγονται μαύρες φλέβες। Σαν να ψάχνει κάπου να γραπωθεί; σαν να καλεί σε βοήθεια; ή τσαλακώνει γράμμα αποχωρισμού; Μέσα στα χέρια αυτά επωάζει ένα στερητικό α, το ζεσταίνει και το συνθλίβει, το κρύβει σαν βώλο γυάλινο σε αντρική χούφτα.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Τους χειμώνες αρρωσταίνω και την άνοιξη πεθαίνω

Νιώθω τη ζωή να φεύγει
η αγάπη μου ξεφεύγει
Ο ποταμός Λούσιος πηγή ζωής για την χλωρίδα και πανίδα της κεντρικής
σαν νερό από τα χέρια
Νιώθω τη ζωή να τρέχει
τα δικά μου δεν αντέχει
λόγια και παράπονα
Μένουνε κάτι τραγούδια
σα νυχτερινά πρελούδια
σε κλειστά παράθυρα

Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

ψιχουλάκι (६ ६ ६ ६ ६ ६ ६ )

Πρόλαβε τον συρμό πριν κλείσουν οι πόρτες, είδε την άδεια θέση και σωριάστηκε με ανακούφιση Απέναντι καθόταν ένα κορίτσι χοντρό, με κόκκινο παλτό που την έκανε να φαντάζει τεράστια Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα, σαν κουμπότρυπες, περνούσε άραγε αχνό το φως; Δίπλα της, η μάνα της, γερασμένη λύκαινα, είχε μια παλιά πληγή στον κρόταφο, μια αυλακιά βαθιάΗ μάνα κρατούσε την κόρη αγκαζέ, η γέρικη φτερούγα είχε τυλιχτεί γύρω από τον εκπεπτωκότα άγγελό της "Κοιτάζοντας ευλαβικά μέσα στα στρογγυλά μάτια των πουλιών" Υποκλίθηκα πριν κατεβώ.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

εμείς του δίνουμε νόημα του τίποτα......

[…] εμείς του δίνουμε νόημα του τίποτα για να μην ψοφήσουμε από μαρασμό… Θυμάστε, οι ανθρώπινες ιστορίες, λέγατε, δεν είναι παρά η αναγνώριση ερειπίων, ολίγον μεγαλόστομο οφείλω να ομολογήσω αλλά… […]
Ζω θα πει πλανώμαι στο διηνεκές…


Ματίνα Μόσχοβη, «Όλες τις Κυριακές με βροχή» (σκηνικό ποίημα για μία ηθοποιό, Νοέμβριος 1994)

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Σχήμα απουσίας

Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν - τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους
Τ' αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή - το χειρότερο - τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα
Αργύρης Χιόνης

το μαύρο φως των γιορτών