Πίσω από τις πλάτες των επιβατών βλέπω το μάτι του. Υγρό και
διεσταλμένο, έχει καρφωθεί σ’ ένα σημείο του βρώμικου διαδρόμου. Καιροφυλακτώ,
παρατηρώντας την ολόμαυρη κόρη, τα υγρά του αμφιβληστροειδούς, το πυκνό φρύδι.
Λίγο πριν ανοίξουν οι πόρτες, πετάγομαι, το ξεκαρφώνω και το χώνω βαθιά στην
τσέπη μου. Χάνομαι στους διαδρόμους, προτού προλάβει να με κυνηγήσει. Έχουν
κλείσει οι πόρτες κι εγώ ανεβαίνω, πιο ήσυχη, τις κυλιόμενες, αλλά το μάτι αρχίζει
να στροβιλίζεται δαιμονισμένα μέσα στο ρούχο. Κυλάνε τα υγρά του και νοτίζουν
το δέρμα μου, σαν αποκολλημένο έμβρυο το φέρω. Δεν τολμώ να το ακουμπήσω. Κι εκείνο
με δαγκώνει και φυτρώνει αγκάθια, βγάζει άναρθρες μικρές κραυγές σαν επιληπτικό
φεγγάρι – όλοι γυρίζουν και με κοιτάνε, κι εγώ πανικόβλητη τρέχω προς την έξοδο.
Πριν φτάσω, σε μια αιφνίδια στιγμή, σκίζει το ύφασμα και πετιέται. Κυλάει στις σκάλες
πίσω, ξωπίσω του κι εγώ ασθμαίνοντας. Όταν φτάνω πια στην αποβάθρα, μόλις έχει
περάσει ο συρμός. Μετέωρη και ηττημένη, σκύβω το κεφάλι: ήθελα μόνο να του
καθαρίσω τη θλίψη.
Υ.Γ. Τον ξαναείδα προχθές, Κύκλωπα πλέον, να παίζει με το ακορντεόν
του τα κάλαντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου