Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

από βυθό σ' άλλο βυθό

Θολό το βράδυ κατεβαίνει πάνω στην ανοχύρωτη πολιτεία Στολίστηκαν με φώτα τα μπαλκόνια, ενώ ο αέρας σέρνει λίγους θλιμμένους στίχους στα έρημα πεζοδρόμια

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

χειμωνιάτικο ταξίδι

ψιχουλάκι (५५५५५)

Διστακτικό βήμα, λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες του βαγονιού।Πιάνεται στο σύρμα, γέρικο πουλί, ενώ το βλέμμα ζητιανεύει μια άδεια θέση। Εις μάτην, όλοι κοιτάνε αλλού, μ' αυτό το άδειο βλέμμα του υπογείου। Στηρίζεται όπως μπορεί, ενώ κρατάει σφιχτά μια μικρή σακούλα φαρμακείου.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

ψιχουλάκι (१ १ १ १ )

Ξένος σίγουρα Έρχεται στην παιδική χαρά καθημερινά γύρω στις δέκα Κάθεται σε κείνο το παγκάκι που λούζει ο ήλιος, όταν σκάει ανάμεσα στα τσιμέντα Μοιάζει να στέκεται απέναντι σε έναν συμπαντικό προβολέα, κόντρα στη γύρω γκριζάδα Μεσόκοπος, συχνά φοράει ακουστικά, ακούει κάτι άραγε ή απομονώνεται από τη βουή της κοντινής λεωφόρου; Μια πλαστική σακούλα δίπλα του, μετακινείται μόλις από τον αέρα Όταν αποσύρεται ο ήλιος φεύγει κι αυτός Το μεσημέρι το παγκάκι του κρυώνει άδειο.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

The Mercy Seat

ψιχουλάκι (१ १ १)

Προχωρημένο βράδυ κι η κίνηση έχει αραιώσει στη λεωφόρο। Εκείνος βρίσκεται ακόμα στο πόστο του। Το μπατζάκι του παντελονιού πάντα σηκωμένο να δείχνει το σακατεμένο πόδι। Φόρεσε ένα σκουφί καθώς έπιασε απότομα το κρύο (Να τον σκέφτεται άραγε η μάνα του; Σ' αυτήν τηλεφωνάει από τον θάλαμο λίγο παρακάτω;) Πίσω από τα κλειστά τους τζάμια οι οδηγοί κουνάνε αρνητικά το κεφάλι τους, κι αυτός, μαύρος Σίσσυφος, συνεχίζει χωρίς αναπαμό.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ψιχουλάκι (१ १ )

Το στόμα του κάδου χάσκει ανοιχτό, ενώ ξεχειλάνε βουνό οι πλαστικές σακούλες। Ξεκοιλιασμένες κάμποσες, βγαλμένα σαν έντερα τα σκουπίδια των ανθρώπων, καλύπτουν τη μύτη τους οι περαστικοί। Λίγα φαιά περιστέρια τσιμπολογούν τα σκορπισμένα। Σε λίγο πιάνει μια ψιλή βροχή, βασανιστική κι αργόσυρτη, ρυάκια το νερό γλύφει τα πεζοδρόμια, ραντίζει τα σκουπίδια, λερώνεται, κυλάει

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

la vida de los athenistas

Ψιχουλάκι (१)

Στα χέρια του κρατάει μια χοντρή δεσμίδα χαρτιά। Το σακίδιο με τα υπόλοιπα βαραίνει τους λιανούς ώμους του।Ο σκύλος πετάχτηκε άξαφνα καταπάνω του, ανάμεσά τους ο φράχτης, αλλιώς θα τον είχε δαγκώσει। Τάχυνε το βήμα του, αλλά πριν στρίψει, γύρισε και κάρφωσε κατάματα το ζώο.

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

καλογέροι μέσα στο καλοκαίρι

Τι γυρεύει ο μοναχός με τα βαριά μαύρα ράσα, στην παραλία του θέρους; μήπως αναζητά τα αποτυπώματα του θεού του πάνω στα νερά; ή μήπως κουνά τα άσαρκα χέρια για να τιθασεύσει τους ανέμους που πνέουν σαρωτικοί; οι διεσταλμένοι οφθαλμοί, στραμμένοι στον ουρανό, καρφώνουν τα σύννεφα ή μαγνητίζουν τους γλάρους;
Δρασκελάει τα σκουπίδια των παραθεριστών, ενώ πίσω τον ακολουθούν αστερίες, καβούρια, ιππόκαμποι, πίνες, στη σειρά, σαν δεμένα με αόρατη κλωστή Η παραλία έχει πια ερημώσει Αυτός σέρνει τα πόδια του μέσα στην άμμο, ενώ κρατά στα χέρια του τα ποδήματά του

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

E la nave va

Τη σταύρωσε σε ένα βράχο δίπλα στο χαμόσπιτό τους Κάθε πρωί έστελνε τον γύπα του να κόβει ένα κομμάτι από το συκώτι της και να του το πηγαίνει Εκείνος έθρεφε κι εκείνη έφθινε Μα πιο πολύ από τον καημό της πως λίγο παρακάτω την περίμενε μια βάρκα Για τη μεγάλη φυγή Που όλο αναβαλλόταν.

Η νοσταλγός

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

La Llorona (για το Μαύρο Μαργαριτάρι)

Βουρκωμένη Άνοιξη

Φέτος η Άνοιξη αργοπόρησε περισσότερο από ποτέ Κατρακύλησε στις σκάλες του μετρό, δεν πρόλαβε, οι πόρτες έκλεισαν απότομα Έμεινε μόνη της στην αποβάθρα, ενώ σε λίγο εμφανίστηκε ένας μεθυσμένος άντρας Μέχρι να την πλησιάσει η βαριά αναπνοή του, ήρθε ο επόμενος συρμός, χώθηκε στην πολυκοσμία του Άλλα χνώτα εκεί, πυρετικά βλέμματα, σώματα λυγισμένα, σερνόταν αρρώστια στην πόλη Η Άνοιξη ανέβηκε με δυσκολία μέχρι το δρόμο, ήταν βαριά και η βαλίτσα της, πονούσαν τα κόκκαλά της, το κεφάλι της πυρακτωνόταν Άρχισε να βρέχει μια βροχή ύπουλη κι επίμονη, κάθισε κι η Κόρη σε ένα πεζούλι κι αφέθηκε να διαλύεται σαν να ήταν χάρτινη...............

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

της γης οι θλιμμένοι

Η θλίψη έχει ένα δικό της άρωμα, το μυρίζουν οι ευτυχισμένοι και δεν ζυγώνουν. Από φόβο μην μολυνθούν. Μόνο οι άλλοι, οι αδέσποτοι, το οσμίζονται, όπως αποζητούν τη φωτιά τα ξυλιασμένα χέρια, μια μακριά νύχτα του χειμώνα. Συνάζονται τότε γύρω από τις φλόγες κι απλώνουν τις παλάμες, ενώ πυκνώνει ολόγυρα η σιωπή.

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Tην πόρτα ανοίγω το βράδυ

ηπειρώτικο έαρ

Σέρνεται η άνοιξη μέσα στην πόλη. Ζεστές ακτίνες ακουμπάνε τρυφερά τη ραχοκοκκαλιά των ανθρώπων, ανοίγουν τα κουμπιά, γλυκαίνει η διάθεση. Μέσα μου τότε θεριεύει η ηπειρώτικη ρίζα μου, αρνείται να βγάλει τη μαντήλα και τα βαριά τα ρούχα, μόνο λίγο ξεθαρρεύει και βγαίνει στη βεράντα να λιαστεί. Η πετρώδης φύση της ρουφά αργά τη ζέστα και αχνίζει μέσα στο φως. Όπως η πρωινή δρόσος που εξατμίζεται προϊούσης της ημέρας. Κι έχει τόσο νερό εγκολπώσει αυτή η πέτρα μέσα στο βαρυχείμωνο της ζήσης της, που ανεβαίνει υγρασία ψηλά, συνάζονται σύννεφα, κρύβουν τον ήλιο. Έρχεται πάλι η βροχή. Σιγανή, επίμονη, επιστροφή.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

ΝΕΡΑΝΤΖΟΥΛΑ

ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ

Μικρό ξερρίζωμα: έσπασε το κεραμικό κέλυφος, αγοράζεις καινούργια γλάστρα, ψαλιδίζεις λίγο τις ρίζες, προσθέτεις χώμα και ξαναστήνεις το δεντρί όρθιο Μα εκείνο φυλλοβόλο, δεν αντέχει το συνεχές ράπισμα του αέρα, γυμνώνεται σιγά σιγά από την πρασινάδα του Μελαγχολεί, μόνο και ασκεπές, εκεί ψηλά, μακριά από τη γη
ΥΓ. "τα σπίτια που είχα μου τα πήραν"