Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

το τραγούδι ενός desperado


https://video.link/w/2Q8Ab
    
Δεν καπνίζει, δεν πίνει και δεν ονειρεύεται. Όχι πια. 
Βρώμικος και άσχημος, σα ρούχο πεταμένο σε έρημο κοιτώνα, σαν ορφανό παρατημένο
στη σκάλα. Ένας σταθμός αναχωρήσεων, από χρόνια κλειστός. Άρρωστος, εντελώς
άρρωστος, τέλεια άρρωστος! Όπως τότε που η μητέρα έκλεινε πίσω της την πόρτα και
σ’ άφηνε το θερμόμετρο για να σημειώνεις τη μοναξιά και την απελπισία σου. Σαν να
μη βγήκες ποτέ από εκείνο το δωμάτιο, σαν να μη γιατρεύτηκες ποτέ. Άδειος από όλες
τις λέξεις, στερημένος από τους ήχους σου. 
Άνθρωπος χωρίς ιστορία. 
Στρείδι η
ψυχή, απομυζά τον άγριο βράχο, μπλεγμένη στα δίχτυα αρχαίων φαντασμάτων που
έρχονται και φεύγουν. Ναυαγός εξαντλημένος, σε καράβι σάπιο, χωρίς σημαία και
προορισμό. Και μια ηλίθια χήνα, ψόφια στο κατάστρωμα, για μόνη συντροφιά. Φωνάζεις
κι η φωνή σου επιστρέφει, γδαρμένη από τους ανέμους και θανάσιμα υγρή. Άρρωστος,
εντελώς άρρωστος, τέλεια άρρωστος!

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια.........

- Έτσι ζεις; - Ναι! Τι θες να κάνω·
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.

Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα ...

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Όλα έγιναν

Όλα έγιναν σα να μην χρειαζόταν η παρουσία μας, οι άνθρωποι, τα ζώα, τα δέντρα. Πού βρισκόμαστε εμείς, τότε; Μέσα στην κοιλιά της γης, λέει κάποιος· πάνω στον ουρανό, άλλος. Τρώγονται να πουν μια γνώμη, γιατί ξέρουν πως τα λόγια έχουν βάρος όπως οι πέτρες. Και όταν ακούστηκε η φωνή τους, επιστρέφουν ήσυχοι στα σπίτια τους. Αφήνουν το θάνατο έξω απ' την πόρτα, πέφτουν στο κρεββάτι, κι ο ύπνος τους είναι γαλήνιος, χωρίς εφιάλτες.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ (1908-1941)

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΦΑΡΜΑΚΟΝΗΣΙ




Ήταν άλλοτε πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Εφρόντιζε τα κοπάδια της φαμελιάς του, ηλιοκαής έφηβος. Γράμματα δεν έμαθε ποτέ. Εγύμναζε το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά του ανά τους βράχους και τα βουνά. Ενυμφεύθη μιαν ωραία μελαχροινή, σχεδόν παιδίσκη, έλαβε προίκα τους λόγγους και τις χαράδρες των ορέων. Φυσικοί άνθρωποι, δεν έκαναν μεγάλην προκοπήν. Τεκνοποίησαν τρεις παίδας, ένα κοράσιον και δύο αγόρια. Μελέτησαν να κατέβουν εις την πολίχνην πασχίζοντας για μοίρα αγαθή. Αλλά καραδοκούσε ο πόλεμος. Yπομόνεψαν κάμποσους χρόνους, είτα μάζεψαν μιαν αβασταγήν υπάρχοντα και βάδισαν την οδόν της εξορίας. Ανοίχθησαν λοιπόν στη θάλασσα την πανδέγμονα, ποταμοο λπεν ῥόον κεανοο νης, ταξίδεψαν μερόνυχτα, πέρασαν τις Συμπληγάδες, αλλά το κακό παραμόνευε στον βράχο της Χάρυβδης: στεινωπν νεπλομεν γοωντες.
Τά τρία παιδία έπνίγησαν βυθισθείσης τής βρατσέρας, μαζί τους και η άτυχος γυναίκα —τί φρίκη ! τί καϋμός ! Το καράβι απίθωσε τον πολύπαθο άντρα στον όρμο της μεγάλης νήσου και ιδού τον, να κλαίει στην οθόνη μας, κρύβοντας το αξύριστο και σκαμμένο πρόσωπό του.                                              –Μα τι κάνεις;                       - Αλλάζω κανάλι…

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ…..



Ανάμεσα στον γενέθλιο τόπο και στην πόλη μητριά
Ανάμεσα στην ευτοπία, τη δυστοπία και το άτοπο
Ανάμεσα στην νίκη (των άλλων) και την ήττα (όλη δική σου)
Ανάμεσα στην ευφράδεια και στην κωφαλαλία
Ούτε αστέρι ούτε κάκτος
Ούτε ομορφιά ούτε φρίκη
Ούτε έρωτας ούτε θάνατος
Η ψυχή γίνεται μια πολύχρωμη λαστιχένια μπάλα
Προσπερνά όλα τα ούτε και τα ανάμεσα,
κάνει μανούβρες και τούμπες γύρω από τα τροχοφόρα, μπαίνει σε σήραγγες...
Αρνείται να πάει κάπου, πατάει φρένο απότομα
κι αφήνεται να λιώσει πάνω στην καυτή άσφαλτο της εθνικής οδού.
Υ.Γ.  στη στροφή προς Ελευσίνα, μετά τα διόδια, είναι πάντα εκείνος ο μαύρος σκύλος. Ψηλός και κοκκαλιάρης, έχει εγκλωβιστεί στην αριστερή πλευρά, πηγαινοέρχεται στο κράσπεδο και αρουλιέται, πασχίζει να περάσει απέναντι, αλλά τόσο πυκνή η ροή των τροχοφόρων. Μαύρος σκύλος κυνηγιάρης, αιχμάλωτος στην κάθοδο.