Ήταν άλλοτε πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Εφρόντιζε τα
κοπάδια της φαμελιάς του, ηλιοκαής έφηβος. Γράμματα δεν έμαθε ποτέ. Εγύμναζε το
ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά του ανά τους βράχους και τα βουνά. Ενυμφεύθη μιαν
ωραία μελαχροινή, σχεδόν παιδίσκη, έλαβε προίκα τους λόγγους και τις χαράδρες
των ορέων. Φυσικοί άνθρωποι, δεν έκαναν μεγάλην προκοπήν. Τεκνοποίησαν τρεις
παίδας, ένα κοράσιον και δύο αγόρια. Μελέτησαν να κατέβουν εις την πολίχνην πασχίζοντας για μοίρα
αγαθή. Αλλά καραδοκούσε ο πόλεμος. Yπομόνεψαν κάμποσους χρόνους, είτα μάζεψαν μιαν αβασταγήν
υπάρχοντα και βάδισαν την οδόν της εξορίας. Ανοίχθησαν λοιπόν στη θάλασσα την πανδέγμονα, ποταμοῖο λίπεν ῥόον
Ὠκεανοῖο νηῦς,
ταξίδεψαν μερόνυχτα, πέρασαν τις Συμπληγάδες, αλλά το κακό παραμόνευε στον
βράχο της Χάρυβδης: στεινωπὸν
ἀνεπλέομεν γοόωντες.
Τά τρία παιδία έπνίγησαν βυθισθείσης τής
βρατσέρας, μαζί τους και η άτυχος γυναίκα —τί φρίκη ! τί καϋμός ! Το καράβι απίθωσε τον
πολύπαθο άντρα στον όρμο της μεγάλης νήσου και ιδού τον, να κλαίει στην οθόνη μας, κρύβοντας το αξύριστο και
σκαμμένο πρόσωπό του. –Μα
τι κάνεις; - Αλλάζω
κανάλι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου