Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Η Επέτειος

Αντιγόνη 71

Η Αντιγόνη σωπαίνει.
Εγώ εσύ αυτός σωπαίνει.
(Πού να βρούμε τη δύναμη

να φοβηθούμε μιαν ανέντιμη

ζωή)

Η Αντιγόνη κάθεται στ’ αυγά της.

 
Η Αντιγόνη δεν υπάρχει πια.

 
(Αντιγόοονηηη)

 
Οι άθαφτοι νεκροί

πλημμυρίζουν την πολιτεία.
Μανόλης ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ (Ποίηση 71-74)

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ήταν κάποτε ένα τρένο…



…στην αρχή μεταλλικό με πολύχρωμα βαγόνια, έτρεχε ολοκαίνουργιο δώρο στις ράγες της παιδικής μας ηλικίας – κάναμε με το στόμα τον ατμό σαν σφύριζε – αργότερα γέμισε ο τόπος πλαστικά κινέζικα τρενάκια, τόσο άχαρα, τόσο ίδια, τόσο ευτελή. Αλλά εμείς προλάβαμε και ταξιδέψαμε. Με τα αρχαία τρένα της Πελοποννήσου, πόσες φορές η φοιτητική διαδρομή προς τη γενέθλια πόλη, κι έπειτα το inter-rail που μας οδήγησε μέσα από τα Βαλκάνια και τον βορρά, για να μας εναποθέσει στην πόλη του φωτός. Προπάντων, μνήμη πολύτιμη, κάπου βαθιά μέσα στον χρόνο της νεότητας, πέρασε εκείνος ο καρβουνιάρης που έκανε στάση στο Παλιομήλεσι, για νυχτερινή ανάβαση με το βαρύ σακίδιο σε νύχτες πανσέληνες, ενώ ουρλιάζαν οι λύκοι στο βουνό. Κι ήρθε ο καιρός της τετράτροχης ιδιωτευσης, άρχισαν να χαλάνε οι αμαξοστοιχίες, σκούριασαν τα μέταλλα, οι ράγες θάφτηκαν στη στάχτη, στα ακίνητα βαγόνια κατοίκησαν μαύρα πουλιά με μια λυπημένη βροχή να ξεβάφει τα graffiti από τα πλευρά τους. Έμειναν βέβαια οι ρεκλάμες που σε καλούν να ταξιδέψεις με τον Υπερσιβηρικό – και μια μέρα θα το κάνεις: ο Πιοτρ θα σε συνοδέψει στον σταθμό και θα σου αγοράσει το εισιτήριο, ενώ εσύ θα σκεπάζεις με βέλο το πρόσωπό σου και θα προσηλωθείς στη σκιά του βαγονιού και στην άμμο που ανακατεύτηκε με το κάρβουνο και σκέπαζε τις τραβέρσες.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

ΠΡΟΣΕΧΩΣ (κουρελάκι θέρους)



Το καλοκαίρι φέτος ήρθε κουτσαίνοντας. Λίγο μετά το μεσημέρι έπεσε άξαφνα σκοτεινιά και σηκώθηκε αέρας δυνατός. «Γρήγορα μάζεψε τα ρούχα από την ταράτσα» φώναξε η μητέρα από το κρεβάτι της, «θα φέρει βροχή». Πήρα τη λεκάνη κι έτρεξα, ο αέρας να μου σηκώνει το φουστάνι. Τ’ απίθωσα στο χωλ, πήρα μια ζακέτα και κατέβηκα προς την πόλη. Κοντά στο φούρνο είδα τη νονά μου – από καιρό πεθαμένη. Έστριψε πριν προλάβω να της μιλήσω. Οι δρόμοι άδειοι, σκονισμένες βιτρίνες κάποτε μαγαζιών, οι κολόνες γεμάτες από αγγελτήρια κηδειών, στο πεζοδρόμιο στροβιλίζονταν χαρτάκια με την καινούργια ταινία (Ο Θίασος) που θα προβάλλει ο κινηματογράφος Αρίων – πόσα χρόνια γκρεμισμένος; Σιωπηλά πέτρινα σπίτια, δίπλα σε νεόχτιστες πολυκατοικίες, πουθενά δεν κυκλοφορούσε ψυχή ζωντανή. Κουράστηκα και πήρα την ανηφόρα για πίσω. Άνοιξε ένα παράθυρο και μια γειτόνισσα με φώναξε: «Τίνος είσαι εσύ; Μου κάνεις μια χάρη να πας να βρεις τον γιό μου στο καφενείο; γλίστρησα στη μπανιέρα και άνοιξα το κεφάλι μου». Κοιτάζω πίσω από τα χοντρά της γυαλιά, πουθενά αίματα – πριν τρεις μέρες είχε γίνει το ξόδι της. Άπλωσα τη χούφτα και πήρα τις καραμέλες που με κέρασε, όπως τότε που είχε το αρχαίο μπακάλικο και βιάστηκα στον δρόμο μου, καθώς ήρθαν οι πρώτες χοντρές στάλες. Πλησίαζα στο σπίτι και βλέπω τον πατέρα πάνω στα κεραμίδια να παλεύει να κλείσει τις τρύπες μην πλημμυρίσουμε ξανά. Βγάζω κραυγή μεγάλη: «πρόσεχε!».

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Πού το πάνε το παιδί χελιδόνι σε κλουβί

Στης ψυχής μου τον καθρέφτη ίσκιος άρχισε να πέφτει ίδια η μοίρα που με φέρνει ίδια η μοίρα που με παίρνει


Όπως όλες τις νύχτες, ήταν σκαλωμένος στον υπολογιστή, ενδεδυμένος μιαν αράχνη, και σκότωνε αράδα. Του φώναξε να φύγουν να σωθούν, μην τους προλάβει ο ανεμοστρόβιλος και τους ισοπεδώσει, αλλά εκείνος δεν την άκουσε, βυθισμένος σε άλλον κόσμο. Αυτή όρμηξε, του τράβηξε τα χέρια, το αγόρι δεν καταλάβαινε, «φύγε, γαμότο, πάνω που νικούσα», την έσπρωξε βίαια και ξαναγύρισε πλάτη. Η μάνα χίμηξε πάνω του, αλλά εκείνος ξαστόχησε στη μάχη του και άρχισε με λύσσα να κλωτσάει τον υπολογιστή. Η γυναίκα έπεσε στο πάτωμα ολολύζοντας, ενώ το παιδί, αλλόφρον, βούτηξε το μαχαίρι και της επιτέθηκε. Την τρύπησε στο στήθος, την ωμοπλάτη και τον αντίχειρα. Αυτή έγειρε και τελείωσε. Τα άλλα τα έγραψαν οι ειδήσεις: για τον πατέρα που κοιμόταν δίπλα, για το παιδί που σπάραζε «μανούλα μου τι σου έκανα», η γιαγιά έκοβε τα μάγουλά της «χτες είχε τα γενέθλιά της, έκλεισε τα 51», η γειτονιά που βγήκε στα δελτία «ήταν καλή οικογένεια»,  οι συμμαθητές που σχολίαζαν στο facebook «ήταν κλειστός χαρακτήρας, δεν είχε καθόλου παρέες, έπαιζε μόνο ηλεκτρονικά παιχνίδια». Το παιδί το οδήγησαν, κομμάτια, στο οικείο αστυνομικό τμήμα, άλλοτε θυμόταν τι έγινε κι άλλοτε χανόταν ξανά στο θεοσκότεινο δάσος. Τη μάνα την οδήγησαν στο νεκροτομείο, τη σκέπασαν με ένα λευκό σεντόνι και έκλεισαν την πόρτα αφήνοντάς τη ολομόναχη.                                                            

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

child has a really hard time A long way from happiness

......για τον μονάκριβο ήλιο του μικρού μου σύμπαντος, 
που άλλοτε καίει φρικτά 
κι άλλοτε κρύβεται πίσω από σύννεφα βαριά, 
μολυβένια. 
Προσδοκώ τη στιγμή 
που θα λάμψει ατόφια 
και θα ζεστάνει όλη την πλάση 
και μαζί την ψυχή μου..........

Sometimes I wish, I could fly Like a bird up in the sky


Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Xους ει και εις χουν απελεύσει…



«Το περιστατικό έγινε στις 12:37. Κανείς δεν κατάλαβε τι συνέβη, είδαν μόνο μια σκιά να πέφτει την ώρα που το τρένο έμπαινε στο σταθμό.»

 Ψάχνω στις ειδήσεις το όνομά του, την ηλικία, την ιστορία του, αλλά δεν βρίσκω τίποτα. All dust. Πέρασε δίπλα μου σε μια μαύρη σακούλα, οι πιτσιλιές το αίμα πάνω στο πλαστικό μαρτυρούσαν το σφάγιο. Έπεσε στις ράγες σαν σκιά, ο μηχανοδηγός δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Αll ashes. Τέλειωσε εγκλωβισμένος ανάμεσα στα σίδερα, «πολτοποιήθηκε» μου λέει ξερά μια γριά που φαίνεται ήταν κάτω στην αποβάθρα. Τον περάσαν δίπλα μας, μέριασαν κάτι σκουπίδια και τον φόρτωσαν στο ασθενοφόρο, ενώ η κίνηση στη Λεωφόρο συνεχίστηκε κανονικά. Μεσημέρι γεμάτο λεωφορεία, ανθρώπους που πάνε στο σπίτι τους, κάποιον να βρυχάται πότε θα ανοίξουν τον σταθμό, περαστικούς να χαζεύουν κι έναν ήλιο θωπευτικό κι αδυσώπητο. Αll shadows. Την πρώτη μέρα του σκληρού Απρίλη…

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

πήρα τον κόσμο παγανιά και την ζωή σεργιάνι κακό να κάνω στους κακούς


Μια και με γράψανε φονιά
πήρα τον κόσμο παγανιά
και την ζωή σεργιάνι
κακό να κάνω στους κακούς
που εσύ μονάχα τους ακούς
μα ο νους σου δεν τους πιάνει

Στην ερημιά που 'χα βρεθεί
με το 'να χέρι στο σπαθί
και τ' άλλο στο βαγγέλιο
ήρθαν μανάδες κι ορφανά
κι είπα το δάκρυ που πονά
να τους το κάνω γέλιο