…στην αρχή μεταλλικό με πολύχρωμα βαγόνια, έτρεχε ολοκαίνουργιο
δώρο στις ράγες της παιδικής μας ηλικίας – κάναμε με το στόμα τον ατμό σαν
σφύριζε – αργότερα γέμισε ο τόπος πλαστικά κινέζικα τρενάκια, τόσο άχαρα, τόσο
ίδια, τόσο ευτελή. Αλλά εμείς προλάβαμε και ταξιδέψαμε. Με τα αρχαία τρένα της Πελοποννήσου,
πόσες φορές η φοιτητική διαδρομή προς τη γενέθλια πόλη, κι έπειτα το inter-rail που μας οδήγησε
μέσα από τα Βαλκάνια και τον βορρά, για να μας εναποθέσει στην πόλη του φωτός. Προπάντων,
μνήμη πολύτιμη, κάπου βαθιά μέσα στον χρόνο της νεότητας, πέρασε εκείνος ο
καρβουνιάρης που έκανε στάση στο Παλιομήλεσι, για νυχτερινή ανάβαση με το βαρύ σακίδιο
σε νύχτες πανσέληνες, ενώ ουρλιάζαν οι λύκοι στο βουνό. Κι ήρθε ο καιρός της τετράτροχης
ιδιωτευσης, άρχισαν να χαλάνε οι αμαξοστοιχίες, σκούριασαν τα μέταλλα, οι ράγες
θάφτηκαν στη στάχτη, στα ακίνητα βαγόνια κατοίκησαν μαύρα πουλιά με μια
λυπημένη βροχή να ξεβάφει τα graffiti από τα πλευρά τους. Έμειναν βέβαια οι ρεκλάμες που σε καλούν
να ταξιδέψεις με τον Υπερσιβηρικό – και μια μέρα θα το κάνεις: ο Πιοτρ θα σε συνοδέψει
στον σταθμό και θα σου αγοράσει το εισιτήριο, ενώ εσύ θα σκεπάζεις με βέλο το
πρόσωπό σου και θα προσηλωθείς στη σκιά του βαγονιού και στην άμμο που
ανακατεύτηκε με το κάρβουνο και σκέπαζε τις τραβέρσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου