Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΥΦΑΝΤΑ

Η ζέστη κατακόρυφη και γύρω στα χωράφια στάχυα ξερά Επαρχία, τέρμα θεού Στη στροφή του δρόμου λίγα δέντρα φτιάχνουν παχιά σκιά για μια χωλή καρέκλα με κορδόνια λαστιχένια Φερμένη από θερινό σινεμά που γκρεμίστηκε Πάνω της ξαποσταίνει το γερασμένο ξωτικό αγναντεύοντας τα τροχοφόρα που έχουν πυκνώσει τώρα το θέρος Περνούν από μπροστά του στίλβουσες λαμαρίνες, βάρκες και κανό στην οροφή, φευγαλέα πρόσωπα πίσω απ' τα τζάμια Που και που ο αέρας του φέρνει τα σκουπίδια τους, σβησμένα τσιγάρα, χαρτιά κι αποφάγια, πλαστικά μπουκάλια Το ξωτικό κρατάει ένα άδειο σπιρτόκουτο Εκεί συλλέγει τα λιγοστά βλέμματα που τρυπάνε το κρύσταλλο του ορατού και ακουμπάνε το ναυαγισμένο στέρνο του Τα ξεκαρφώνει από την απόχη του και τα απιθώνει τρυφερά στο κουτί Για να έχει χάντρες πολύχρωμες να ξεκουκίζει στις μακριές μέρες του χειμώνα που πλησίαζε ερημικός
Προς το παρόν, το ξωτικό καθόταν στην παχιά σκιά του θέρους και χαμογελούσε σκελετικά στη διέλευση της ματαιότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου