Γλιστράμε και περνούμε
κι αν μείνει κάτι εδώ
θα 'ναι το φως που 'χαν οι μέρες πριν τελειώσουν
μόνο το φως........
ΥΓ κάποτε
το φως θα λιχνίζει ό,τι αγγίξαμε, θα ζεσταίνει τα άδεια ρούχα στις ντουλάπες, θα σέρνεται στο ξύλινο πάτωμα για να τρυπώσει στις πολυκαιρισμένες παντόφλες, θα ακουμπά τις ράχες των βιβλίων μας, θα ξεφυλλίζει τις σκονισμένες φωτογραφίες, θα κρύβεται στα πίσω συρτάρια μαζί με άχρηστα μικροπράγματα, θα μετρά την απουσία στα δαχτυλάκια των καινούργιων μωρών.
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010
Ἕνας χωρισμός
Λέω νὰ φύγω। Μά, νά, εἶμαι σὰ γερασμένο χελιδόνι, καὶ ποῦ ἀκμῆς φτερὰ πάνω ἀπ’ τὸ πέλαγο, καὶ ποῦ κουράγιο; Μᾶλλον θὰ μείνω γιὰ ξεχειμώνιασμα σὲ τοῦτο τὸ δωμάτιο. Ὄχι πὼς μὲ νοιάζει καὶ πολὺ ἡ ἀπουσία σου. Μὴ νομίσεις πὼς εἶναι ἀβάσταχτες οἱ συνθῆκες. Κάπως νὰ ξεχάσω, μιὰ μικρὴ προσαρμογὴ καὶ θὰ περάσει ὁ δύσκολος καιρός. Ἄλλωστε, μπορεῖ ὁ χειμώνας νἄναι ἤπιος μὲ σιγανὲς βροχὲς καὶ λίγες λάσπες κι ὅλα στεγνώνουνε στὸν ἐπισκέπτη ἥλιο, ψυχή, φτερά, καὶ μάτια.
Μάριος Χάκκας Ὁ μπιντές καὶ ἄλλες ἱστορίες
(όλο το διήγημα στο http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/04/07/marios-chakkas-enas-chorismos/)
Μάριος Χάκκας Ὁ μπιντές καὶ ἄλλες ἱστορίες
(όλο το διήγημα στο http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/04/07/marios-chakkas-enas-chorismos/)
Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010
Κι όλο φοβάμαι πως θ' αργήσω να σας δω
Για τα μικρά καράβια που έμειναν αταξίδευτα
Καθώς το θέρος φεύγει και παίρνει μαζί του όλους τους χάρτες
Απομακρύνονται οι πόλεις, βαθαίνουν στον ορίζοντα
Αέρας δυνατός σαρώνει τα όνειρα κι εκείνα αρχίζουν να κρυώνουν
Κλείνουν τα παραθυρόφυλλα και χώνονται κάτω από την κουβέρτα
Καθώς το θέρος φεύγει και παίρνει μαζί του όλους τους χάρτες
Απομακρύνονται οι πόλεις, βαθαίνουν στον ορίζοντα
Αέρας δυνατός σαρώνει τα όνειρα κι εκείνα αρχίζουν να κρυώνουν
Κλείνουν τα παραθυρόφυλλα και χώνονται κάτω από την κουβέρτα
Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΥΦΑΝΤΑ
Η ζέστη κατακόρυφη και γύρω στα χωράφια στάχυα ξερά। Επαρχία, τέρμα θεού। Στη στροφή του δρόμου λίγα δέντρα φτιάχνουν παχιά σκιά για μια χωλή καρέκλα με κορδόνια λαστιχένια। Φερμένη από θερινό σινεμά που γκρεμίστηκε। Πάνω της ξαποσταίνει το γερασμένο ξωτικό αγναντεύοντας τα τροχοφόρα που έχουν πυκνώσει τώρα το θέρος। Περνούν από μπροστά του στίλβουσες λαμαρίνες, βάρκες και κανό στην οροφή, φευγαλέα πρόσωπα πίσω απ' τα τζάμια। Που και που ο αέρας του φέρνει τα σκουπίδια τους, σβησμένα τσιγάρα, χαρτιά κι αποφάγια, πλαστικά μπουκάλια। Το ξωτικό κρατάει ένα άδειο σπιρτόκουτο। Εκεί συλλέγει τα λιγοστά βλέμματα που τρυπάνε το κρύσταλλο του ορατού και ακουμπάνε το ναυαγισμένο στέρνο του। Τα ξεκαρφώνει από την απόχη του και τα απιθώνει τρυφερά στο κουτί। Για να έχει χάντρες πολύχρωμες να ξεκουκίζει στις μακριές μέρες του χειμώνα που πλησίαζε ερημικός।
Προς το παρόν, το ξωτικό καθόταν στην παχιά σκιά του θέρους και χαμογελούσε σκελετικά στη διέλευση της ματαιότητας.
Προς το παρόν, το ξωτικό καθόταν στην παχιά σκιά του θέρους και χαμογελούσε σκελετικά στη διέλευση της ματαιότητας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)