Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

να 'ρθούνε της γης οι θλιμμένοι

Εξοχικόν κέντρον «η Δεξαμενή», διπλή συνεστίασις, του θέρους τελευτούντος. Σ’ ένα τραπέζι στο βάθος, συντρώγουν και συμπίνουν φιγούρες γκροτέσκες, απροσδιόριστης ηλικίας, πολλοί παχιοί και λίγοι ξερακιανοί, μάτια σβησμένα – μόνο ένας νέος έχει ακόμα πυρετικό βλέμμα – παίζουν μια ψευτομουσική και τραγουδάνε φάλτσα. Κάποιος χορεύει απτάλικα, σαν λίγο πριν από τα χείλια της αβύσσου, μια γέρνει προς τον γκρεμό και λες τώρα θα πέσει, μια επιστρέφει σώος πάλι πίσω. Λίγοι χειροκροτάνε, τα φάρμακα έχουν σκορπίσει σε στάχτες κάθε ικμάδα της ψυχής τους. Μένουν στον ξενώνα αποκατάστασης. Της ζωής οι ηττημένοι. 
Λίγο πιο μακριά, σε ένα μεγάλο τραπέζι, έχουν μαζευτεί οι πολιτικοί παράγοντες Δήμου και Περιφερείας. Άσπρα πουκάμισα, χαρτογιακάδες, άνθρωποι ατσαλάκωτοι, χορτασμένοι νοικοκυραίοι, συζητούν κόσμια και πίνουν κρασιά σφραγισμένα, ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις. Δε χορεύουν, δε γελάνε φωναχτά, είναι η ζωή τους ίσια κι αυτοί την παίρνουνε κατόπι. Το δικό μας τραπέζι, θεατές και διαιτητές στη μέση, ρέπει προς την πλευρά των λελυπημένων, αλλά οι άλλοι καρφώνουν άνετα στα δίχτυα. Σφυρίζουμε τη λήξη και σηκώνουμε την κάρτα: σιδερωμένες ζωές vs πυρακτωμένες ψυχές = σημειώσατε 1. Ωστόσο, το παιχνίδι τελειώνει στα αποδυτήρια, για όλους.

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Ψιχουλάκι δεκαπενταύγουστου

Ίσως είμαι ο μόνος ραδιοφωνικός παραγωγός που εκπέμπει ζωντανά αυτές τις μέρες. Αλλά δεν έφυγα από το άστυ, κι αφιερώνω τη μουσική μου σ’ αυτόν τον οδηγό λεωφορείου, που ζήτησε να έχει βάρδια και τώρα λάμνει στις ήσυχες λεωφόρους, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τα κλειστά μαγαζιά και τους μοναχικούς διαβάτες.  Κάποιοι αρπάζονται από την πόρτα στις στάσεις κι ανεβαίνουν να συναντήσουν κι άλλα ανθρώπινα χνώτα. 
Άλλοι περιφέρουν στα πεζοδρόμια τη θλίψη τους, την κρατάνε από το χέρι σα να είναι η μικρή τους κόρη ή εγγονή, της μιλάνε και της δείχνουν, προσέχουν να μην γλιστρήσει και χτυπήσει τα γονατάκια της στα βρώμικα κράσπεδα, της κουμπώνουν το ζακετάκι. Μικρό παιδί κωφάλαλο, αναπνέει με βουλιμία τον αέρα που μεγάλωσε αδειάζοντας από την αλαλάζουσα χαρά των πολλών, ξεφεύγει από το χέρι, ξαμολιέται στους άδειους δρόμους, μα δεν ακούει το στρίγκλισμα των φρένων του λεωφορείου, τη στιγμή που ο οδηγός ανάβει τσιγάρο, βρεγμένος από τους ήχους μου «Μες στο βυθό θα μείνω εκεί θα ξεχαστώ σε μια στροφή, στην άσφαλτο άδειο κορμί.»

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ( φωτιές του Άι-Γιαννιού)

Η Φρίντα Κάλο με καλημερίζει κάθε πρωί που διασχίζω την μποτιλιαρισμένη Μεσογείων. Κείτεται εκεί στο ύψος του πεζοδρομίου, χαμογελαστό κεφάλι χωρίς σώμα, ενώ ύπουλα σέρνεται γύρω της η σκόνη του άστεως. Δασιά φρύδια, στόμα κοραλλί, πολύχρωμα άνθη στις κοτσίδες. Κοιτάζει τα παπούτσια των περαστικών, εκείνα των εργατών, σκισμένα και βρώμικα, λεκιασμένα με μπογιές, και τα άλλα τα καλογυαλισμένα των αστών που πηγαίνουν στις τράπεζες, κοιτάζει τα τακουνάκια των μαμάδων που σέρνουν παιδικά ποδαράκια, αλλά και τις αερόσολες των μεσόκοπων γυναικών που διαβαίνουν την πόρτα του καταστήματος με τα Λευκά Είδη, «Χρώμα & Αρμονία». Το βλέμμα της δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από τα ανθρώπινα καλάμια, είναι ο γύψος που την εμποδίζει να κινηθεί. Όμως τα πυρακτωμένα μάτια της βάζουν μικρές πυρκαγιές στο πεζοδρόμιο, μόνο τα παιδιά τις βλέπουν και τρέχουν να περάσουν από πάνω, σαν τις φωτιές του Άι – Γιαννιού. Ώσπου ένα πρωινό, η Φρίντα Κάλο εξαφανίστηκε, περνούσα και διπλοκοιτούσα, μήπως τη μετακίνησαν στο βάθος. Εις μάτην. Μάλλον βαρέθηκε τη λάσπη της Μεσογείων και κίνησε για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα της. Κάποιος μου είπε πως την είδε, χωρίς τον γύψο, να απομακρύνεται με το σώμα της ακέραιο, πηδώντας σαν ξωτικό πάνω από τις φωτιές του Άι-Γιαννιού. 
Υ.Γ. Η μοίρα μου καιγόταν στην κάτω γειτονιά και με περίμενε. Αν και η μοναξιά ύφαινε βαρίδια στα παιδικά πόδια, περνούσα πάνω απ’ τις φωτιές. Τώρα που αργά όλα σβήνουν, άραγε θα εύρει κάποτε κάποιος τα ίχνη μου πάνω στις ζεστές νύχτες;