Στον δρόμο που γεννήθηκα, που τον ονόμασαν Δρόμο των Κρεμασμένων, κατοικούσαν δύο αδελφές. Ψηλά στην ανηφόρα αριστερά, σ’ ένα πέτρινο σπίτι που ήταν αόρατο στους περαστικούς, γιατί είχε μεγάλο τοίχο κι ανέβαινες σκαλιά. Η μεγάλη γυναίκα ήταν ανύπαντρη, η μικρότερη – που είχε το όνομά μου – παντρεύτηκε και υιοθέτησε μια κόρη που της έδωσε το όνομα της κούκλας μου.
Δούλευαν στο μοναδικό πιλοποιείο της πόλης κι έφτιαχναν μαλακά γυναικεία καπέλα για τις λίγες αριστοκράτισσες, όμως τις νύχτες έραβαν τσόχινες τραγιάσκες για τα κομμένα κεφάλια των φαντασμάτων. Κανείς από τη γειτονιά δεν είχε διαβεί το κατώφλι τους. Η συνονόματη καπελού περνούσε και χαιρετούσε, ήταν κοντή με σγουρά άσπρα μαλλιά, λιγομίλητη και βιαστική. Στα χρόνια που έλειψα, μάλλον πέθαναν όλοι, η υιοθετημένη κόρη έφυγε και το σπίτι ρήμαξε, μόνο ο κήπος έμεινε με τα αειθαλή δέντρα, βρέχει πολύ στον τόπο μου.
Αδικία: κανείς δεν τις
θυμάται....