Εξοχικόν κέντρον «η Δεξαμενή», διπλή συνεστίασις, του θέρους
τελευτούντος. Σ’ ένα τραπέζι στο βάθος, συντρώγουν και συμπίνουν φιγούρες γκροτέσκες,
απροσδιόριστης ηλικίας, πολλοί παχιοί και λίγοι ξερακιανοί, μάτια σβησμένα –
μόνο ένας νέος έχει ακόμα πυρετικό βλέμμα – παίζουν μια ψευτομουσική και
τραγουδάνε φάλτσα. Κάποιος χορεύει απτάλικα, σαν λίγο πριν από τα χείλια της
αβύσσου, μια γέρνει προς τον γκρεμό και λες τώρα θα πέσει, μια επιστρέφει σώος πάλι
πίσω. Λίγοι χειροκροτάνε, τα φάρμακα έχουν σκορπίσει σε στάχτες κάθε ικμάδα της
ψυχής τους. Μένουν στον ξενώνα αποκατάστασης. Της ζωής οι ηττημένοι.
Λίγο πιο
μακριά, σε ένα μεγάλο τραπέζι, έχουν μαζευτεί οι πολιτικοί παράγοντες Δήμου και
Περιφερείας. Άσπρα πουκάμισα, χαρτογιακάδες, άνθρωποι ατσαλάκωτοι, χορτασμένοι
νοικοκυραίοι, συζητούν κόσμια και πίνουν κρασιά σφραγισμένα, ανταλλάσσουν
φιλοφρονήσεις. Δε χορεύουν, δε γελάνε φωναχτά, είναι η ζωή τους ίσια κι αυτοί
την παίρνουνε κατόπι. Το δικό μας τραπέζι, θεατές και διαιτητές στη μέση, ρέπει
προς την πλευρά των λελυπημένων, αλλά οι άλλοι καρφώνουν άνετα στα δίχτυα.
Σφυρίζουμε τη λήξη και σηκώνουμε την κάρτα: σιδερωμένες ζωές vs πυρακτωμένες ψυχές = σημειώσατε 1. Ωστόσο,
το παιχνίδι τελειώνει στα αποδυτήρια, για όλους.