Ήρθε στο νου μου, η νύχτα εκείνη του καλοκαιριού, που είδα
τη μάνα μου, μαζί με την αδελφή της, να κάθονται κάτω απ’ αυτό το δέντρο. Στις πάνινες
τις πολυθρόνες κάθονταν, αντικρυστά και κοίταγαν, ψηλά, το θόλο τ’ ουρανού. Τ’
αστέρια κοίταγαν, που κρέμονταν μες στο στερέωμα, σα να ‘ταν φωτερά τσαμπιά από
σταφύλια, και κουβέντιαζαν, οι δυό τους, σιγανά: «Περνάει η ζωή!...» έλεγε η
μάνα. «Πώς πέρασαν, αλήθεια, τόσα χρόνια;… Ούτε αέρας να ‘ταν! Κι εμείς; Τι καταλάβαμε;…
Να πεις πως ζήσαμε; Μπα! Όλη αυτή η φασαρία, για το τίποτα! Μια΄με το ένα, μια
με το άλλο…πάει η ζωή… Γεράσαμε! Πότε θα ζήσουμε;» «Δε βαριέσαι….Την άλλη φορά!»
είπε η άλλη και τράβηξε το βλέμμα της από τον ουρανό. Κατέβασε, ύστερα, και το
κεφάλι, κι όλο κοίταγε συλλογισμένη – εκεί μπροστά στα πόδια της – κάτι δεντρολίβανα,
που κούναγε τις άκρες τους ο σιγανός αέρας.