Πάνω στην αμμουδιά ξεγυμνώνεται η φτιαξιά του καθενός. Όλοι,
καίτοι ενοικιαστές, φέρονται ως εγκάτοικοι της αιωνιότητας. Ξανθιές που
αφρίζουν, μελαχρινοί με ρακέτες, παιδιά με σωσίβια, μεσόκοποι που τρίβουν
αυτάρεσκα τις κοιλιές, παρέες που χαριεντίζονται και φωνασκούν. Σχέδια για τα
επόμενα καλοκαίρια. Ενώ εκείνος ο υπερήλικας με την πυκνή άσπρη κόμη διαβάζει
ήσυχα το βιβλίο του δίπλα σ’ ένα άδειο κάθισμα. Μετά από ώρα, μαζεύει την
πετσέτα του, διπλώνει τις δύο καρέκλες και κουτσαίνοντας ελαφρά απομακρύνεται.
Πηγαίνει προς το θεόκλειστο διώροφο σπίτι, εκεί όπου το μοναδικό ξεμαντάλωτο παράθυρο
κρύβει πίσω από βαριά κουρτίνα την πεθαμένη σύζυγό του. Το τραπέζι είναι στρωμένο
με δυο σερβίτσια, αυτός γεμίζει τα πιάτα με τους φρέσκους αχινούς και
αφαιρώντας, ένα ένα, τα αγκάθια τους, ανοίγει το καύκαλο και της προσφέρει με
τρυφερότητα να γευθεί. Όπως ποτέ δεν έκανε όσο εκείνη ζούσε. Έπειτα γεμίζει τα
ποτήρια τους με το δηλητήριο που έχυναν στην κοινή τους ζωή – μπρούσκο, σαν
κρασί παλιό – και πίνουν. Στο τέλος του καλοκαιριού, αφού αφήσει μια χαραμάδα
στην κουρτίνα – για ν’ αγναντεύει εκείνη τη θάλασσα – κλειδώνει το σπίτι.
Ξεκρεμάει από το μπαλκόνι τη σκουριασμένη ταμπέλα «Ενοικιάζονται επιπλωμένα
διαμερίσματα Διάρκεια άνω του έτους» και μπαίνει στο αυτοκίνητο.
Υ.Γ. “I focus on the fate, the only
fate that’s real” (παρ-ακούγοντας J.C.)